οδοντοφυης

οδοντοφυης
    ὀδοντοφυής
    ὀδοντο-φυής
    2
    выросший из (драконьих) зубов (о Σπαρτοί, выросших из посеянных Кадмом зубов дракона) Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οδοντοφυης" в других словарях:

  • οδοντοφυής — ὀδοντοφυής, ές (Α) (για τους Σπαρτούς, δηλαδή τους Καδμείους) αυτός που γεννήθηκε από δόντι δράκοντα («δράκοντος γένναν ὀδοντοφυῆ» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ὀδοντοφυῆ — ὀδοντοφυής sprung from the dragon s teeth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀδοντοφυής sprung from the dragon s teeth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀδοντοφυής sprung from the dragon s teeth masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντοφυᾶ — ὀδοντοφυής sprung from the dragon s teeth neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ὀδοντοφυής sprung from the dragon s teeth masc/fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντοφυεῖ — ὀδοντοφυέω cut teeth pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὀδοντοφυέω cut teeth pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ὀδοντοφυής sprung from the dragon s teeth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀδοντοφυής sprung from the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντόφυτος — ὀδοντόφυτος, ον (Α) οδοντοφυής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυτός (< φύομαι), πρβλ. ζωό φυτος, ριζό φυτος] …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»